Και τα μάτια σου ακίνητα, δεν κλίνουν.
Πάνω σου κολλημένες μύγες, πετάνε, επιστρέφουν.
Και εκείνη η ψιλή μυρουδιά αποσύνθεσης, δεν απώθησε το βλέμμα μου.
Κοίταξα ώρα. Πείστηκα.
Δεν χρειάστηκε να βρω δύναμη για να σε πιάσω, να σε πετάξω μέχρι να σαπίσεις.
Σε έσυρα από την σακούλα μέχρι τα σκαλιά, έπεσες με την βοήθειά μου στην άλλη κίτρινη σακούλα.
Ακινητοποιήθηκα. Σε κοίταξα, είδα πως δεν ανασαίνεις. Μοναχά τα σταματημένα σου πνευμονία, από τον κοκαλιάρικο θώρα.
Είχες από ώρα πεθάνει.
Δίπλα στον παραγεμισμένο κάδο με τις σακούλες.
Η κίτρινη δική σου με το γκρι.
Πάνω σου κολλημένες μύγες, πετάνε, επιστρέφουν.
Η φωτογραφία παρμένη κάπου από το ίντερνετ.