Ίσως είναι η θάλασσα, οι έρημοι δρόμοι, το σχολείο, τα δειλινά. Μπορεί και η συνήθεια, η βροχή. Η διαφορετική ομορφιά. Ίσως και η ασχήμια.
Άναψα το τσιγάρο με δυσκολία.
Κάτω από τις ψηλές κολώνες το κίτρινο υπνωτισμένο φως διαγράφει τους δρόμους.
Εκεί ψηλά. Και κάτω ο έρημος δρόμος. Το λιμάνι. Τα φώτα από τα σπίτια.
Η θάλασσα. Η θλίψη της νύχτας. Ο αέρας που ταξίδευε το καπνό από τις σόμπες.
Η θάλασσα. Η οργισμένη, μέσα σε ένα κύκλο θυμού σπάει στους βράχους. Τα τελευταία αμάξια περιγράφονται θολά από τον αέρα κάτω στο λιμάνι.
Εδώ ψηλά μόνο φώτα από κολόνες, κίτρινο να τρεμοπαίζει τους δρόμους που γλιστράν από υγρασία. Η θάλασσα.
Τέτοιο καιρό του χρόνου θα απουσιάζω. Θα απουσιάζω γενικός όχι μόνο τέτοιο καιρό από το νησί. Τέτοιο καιρό θα ‘με κάπου αλλού.
Μπορεί να ‘με σε ένα μέρος με τεράστιους δρόμους, αχανείς ανθρώπους, φωταγωγημένα λημέρια και στεγνούς δρόμους.
Η πάλι σε κάποιο κρύο δωμάτιο κάποιας άλλης πολιτείας. Με τα σκουριασμένα όνειρα χρήσης των πρώην ενοικιαστών. Με παραθυρόφυλλα αλουμινένια που θα κρατάνε τον θόρυβο της άρρωστης φύσεις μακριά. Και τα παράθυρα να ανοίγουν μόνο για οάσεις γρι τσιμέντου με μουγκές καλημέρες
Ο κόκκινος φάρος ανάβει. Θα ανάψει σε οκτώ δευτερόλεπτα ο απέναντι πράσινος.
Ύστερα πάλι ο κόκκινος έπειτα ο πράσινος και ξανά ο κόκκινος με καθυστέρηση δυο δευτερολέπτων.
Επτά χρόνια. Κοντά στα οκτώ. Έμαθα πλέων την χρονική διάρκεια, την σειρά.
Πόσα απογεύματα στο μπλε σάπιο παγκάκι πέρναγα; Θάλασσα.
Ήταν εκείνα το χρόνια που έκρυβα τα τσιγάρα μου στον πάτο της τσάντας και μάσαγα εκείνες τις τσίχλες με άρωμα κανέλα. Το σιχάθηκα εκείνο το άρωμα.
Η μνήμη. Η μνήμη αυτό που μας αφήνουν οι στιγμές. Τα χρόνια. Η μνήμη είναι τα πάντα για μένα. Το μεγαλύτερο βασανιστήριο και η μεγαλύτερη ευτυχία.
Να λες θυμάσαι τότε…;
Κι ύστερα μετά από χρόνια να ξανά λες θυμάσαι τότε…;
Είναι αυτή που συνδέει το τώρα με το πριν. Ο χρόνος χωρίς την μνήμη δεν θα ήταν τίποτα
Η διαφορετική ομορφιά. Ίσως και η ασχήμια. Μπορεί να μου λείψουνε. Βλέπεις δεν είμαι από τους ανθρώπους με την επιλεκτική μνήμη.
Η θάλασσα, τα παιδικά μου χρόνια, η εφηβεία μου που θα μείνουν πίσω ως σημάδι νεότητας. Να με κάνουν να εκτιμήσω το τότε κομμάτι της ζωής μου. Την παραμελημένη και πανέμορφη Αλόννησο, τον τόπο χωρίς τους ανθρώπους της.
Την νοοτροπία τους που μίσησα και δεν θα αλλάξει ποτέ.
Ο κόκκινος φάρος ανάβει. Θα ανάψει σε οκτώ δευτερόλεπτα ο απέναντι πράσινος.
Ύστερα πάλι ο κόκκινος έπειτα ο πράσινος και ξανά ο κόκκινος. Ο δρόμος τους και αυτοί που καταπίνονται μες στα κύματα.
-Θάλασσα.
-Πως;;;
-Θάλασσα. Ο χρόνος είναι θάλασσα.
-Αλήθεια πες μου. Δίνεις για να πάρεις ή παίρνεις για να δώσεις;
-Πάντα έπαιρνα για να πάρω. Τώρα αν είχα χρόνο θα έδινα χωρίς να πάρω.
-Μετανιώνεις; Αυτό μου λες;
-Κουράστηκα. Βαρέθηκα. Βαρέθηκα να περιμένω στην σειρά.
-Το ταξίδι...
-Ξέρω μα δεν μπορώ να καθυστερώ. Να ξέρω πως θα πεθάνω και να περιμένω. Αυτό είναι μαρτύριο.
-Φτάνουμε. Κλίσε τα μάτια.
-Δεν βλέπω.
-Άνοιξε τα.
-Φτάσαμε. Πώς;
-Ήρθε η σειρά μας.
-Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε που ‘σβησα τα μάτια;
-Το κενό. Το τίποτα. Ο χρόνος είναι θάλασσα μου είχες πει... Θυμάσαι;
...Ο δήμιος αδειάζει την κρεμάλα από τους προηγούμενους. Φτιάχνει το σαθρό στερέωμα. Ξύνει τον ώμο του. Ο ιερέα αγιάζει τις σάρκες με τα ανοιχτά μάτια. Σταυρώνει τον ορίζοντα. Τοποθετούνε τη θηλιά στα λαιμά τους. Ζεστή. Την σφίγγει. Ο ένας κοιτά τον άλλον. Δύο άγνωστοι δίπλα τους. Κοιτάνε χάμω. Στέκουν εκεί. Σαν θαυματουργοί...
...Συνεχίζετε...–ανορθόγραφα-
Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2009
....
Οι φωτογραφίες στην παρέα από τα Τρίκαλα….ξέρω πως με κάποιους δεν τα είπαμε.
συ που περνάς βιαστικός ή βαθιά υπνωτισμένος ή όλο αναζητώντας κάτι με τόση ματαιότητα, 'δω δεν ζει κανείς και δεν έχει τίποτα, παρα μον' μια κατεστραμμένη κοιλάδα.