Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

σε ένα στενό μαγαζί.

Θα φορέσεις ζεστά ρούχα.
Ρίξε βιαστικά τα τσιγάρα, τα σπίρτα και τα κλειδιά στη τσέπη.
Δεν θες να μείνεις μέσα τέτοιο βράδυ.
Έξω μόλις ξεκίνησε να βρέχει.
Δεν φταίει η βροχή.

Μουσκεύουν τα γόνατα.
Ψάχνεις να βρεις που θα πας.
Περνάς από τα γνωστά. Δεν μπαίνεις.
Περπατάς ξανά κάτω από την ομπρέλα.

θα αρκεσθείς τελικά σε ένα στενό μαγαζί.
Δεν μπορείς να δεις αν έχει κόσμο μέσα.

Μπαίνεις.
Πάντα όταν μπαίνεις σε κοιτά ο κόσμος.
Συνήθως αδιάφορα και συνεχίζουν να μιλάνε ή να πίνουν.

Αφήνεις την ομπρέλα μαζί με τις άλλες.
Βγάζεις το παλτό, τα γάντια και τέλος το κασκόλ.
Ύστερα τα τσιγάρα και τα σπίρτα.
Πάντα αυτό συμβαίνει.
Με την ίδια σειρά γίνονται όλα και ανάστροφα.

Κάθεσαι.
Έχεις λίγο χρόνο να αποφασίσεις τι θα πιεις.
Παρόλα αυτά δεν το σκέφτεσαι.
Όταν θα έρθει εκείνη η ώρα να παραγγείλεις, θα πιεις
κάτι από τα συνηθισμένα.

Ούζο με παγωμένο νερό.
Χωρίς πάγο.
Ύστερα ανάβεις το πρώτο τσιγάρο,
φτάνει το ποτό σε ψηλό ποτήρι.

Ακουμπάς με τους αγκώνες στο μπαρ.
Πίνεις τη πρώτη γουλιά.
Αρχίζεις να παρατηρείς.

Κοιτάς πρώτα διακριτικά τους ανθρώπους.
Δύο γυναίκες γύρο στα πενήντα μιλάνε ακατάπαυστα και γελάνε.
Ένα ζευγάρι δεν έχει πρόσωπα, έχει διαλέξει το πιο σκοτεινό σημείο του μπαρ.
Ένας άντρας γύρο στα πενήντα πέντε με γκρίζα μακρυά μαλλιά,
με γυμνό το κέντρο του κεφαλιού του από τα χρόνια, πίνει από χαμηλό ποτήρι.
Περιστρέφει το ποτήρι μέσα στη παλάμη του, καθώς έχει κλειστά τα μάτια στη μουσική.

Μετά σου αρκούν τα κάδρα στους τοίχους.
Μια απέραντη έρημος κίτρινη καλύπτει τα τούβλα.
Δεν εκτυλίσσεται.
Εύκολα περιγράφεται.
Μετά τα άλογα πιο ψηλά.
Το λευκό διάλεξες να θαυμάσεις.
Είναι έτοιμο να ξεκαρφωθεί.
Να πάρει υπόσταση και χώρο.
Να γίνει από άμμο και να σκορπίσει στα σανίδια.

Όταν θα εξαντλήσεις κάθε περιθώριο εικόνας, θα έρθει η σειρά του ήχου.
Πασχίζεις να απομονώσεις πότε τα πνευστά και πότε τα έγχορδα
Μαντεύεις αν είναι τρομπέτα ή σαξόφωνο αυτό που ακούγεται.
Φαντάζεσαι κάποιον έγχρωμο με φουσκωμένα μάγουλα και πελώρια μάτια.

Μετά σκέφτεσαι τα δικά σου.
Μειδιάς βλέποντας κάποιον που σου θυμίζει κάποιον δικό σου.
Προσπαθείς να σκεφτείς που μπορεί να είναι τώρα,
ή πως είναι ή έστω κάποιο χαρακτηριστικό της κίνησής του.

Κοιτάς τους ανθρώπους που ανεβάζουν το ποτήρι
στο στόμα κρατατώντας το τσιγάρο.
Σαν να μιμούνται κάποιον ήρωα ταινίας με θλίψη.

Σε διακόπτει μια στιγμή μονάχα η σερβιτόρα για να αλλάξει τασάκι.
''Φέρε μου άλλο ένα'' , χαμογελάς.

Μέσα στη βροχή περνάνε μεταμφιεσμένοι.
Με κόκκινες φανταχτερές περούκες και κακοπρόσωπες μάσκες.
Περνούν βιαστικά.
Τίποτα δεν σταματά αυτή την παρέλαση;

Θα μπουν κι άλλοι στο πλαίσιο.
Φορούν παλτό και έχουν πρόσωπα βρεγμένα.
Περνώντας θα σε σκουντίσουν και θα τους κοιτάξεις αντιπαθητικά
Προσπαθείς να μην πέφτεις πάνω σε άλλους.
Και ζητάς από τους άλλους αυτό.

Βλέπεις τις λέξεις που είναι γραμμένες στους τοίχους.
Τόσες λέξεις γραμμένες σε τοίχους κτιρίων...

Είναι τόσο αστείοι οι βρεγμένοι περαστικοί.
Άλλοι μιλάνε και δεν τους ακούς, βλέπεις μόνο τα χέρια τους
και την εκφραστικότητα των προσώπων τους.
Άλλοι δεν μιλάνε καθόλου, απλά περνούν.
Άλλοι στέκουν υπομονετικά σε κάποιο σημείο συνάντησης.
Στέκουν, αλλά δεν παύουν να είναι περαστικοί.
Πίσω από το γυαλί σε μια άλλη ακοή είναι αλλιώτικοι.

Πληρώνεις πάντα στο χέρι.
Πρώτα το κασκόλ, τα γάντια, το παλτό.
Τη μαύρη ομπρέλα.

Η βουή του δρόμου.
Πάντα ακούγεται περίεργα μετά την έξοδο.
Δεν είναι σα φτερούγισμα ο ήχος της ομπρέλας;

Δεν υπάρχουν σχόλια: