Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009

με μαύρο κάδρο.

Ποιος άνθρωπος πέθανε πίσω από εκείνη τη κουρτίνα;
Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε στην αυλόπορτα.
Χωρίς μακιγιάζ μια γυναίκα ουρλιάζει.
Ακέφαλοι τραμπούκοι τρυγάνε της νύχτας τη σιωπή.

Ποιος άνθρωπος σκοτώθηκε από σφαίρα μέσα στο γυαλί;
Μια γριά χωρίς μάτια ψάχνει την έξοδο.
Τεράστιες αναμνήσεις που τις φύσηξε ο άνεμος.
Τραυματισμένα χρόνια που γίνανε εμμονές.

Ένας πίνακας ζωγραφικής με μαύρο κάδρο.
Δωμάτιο ξενοδοχείου και φωτιά.
Σκιές λικνίζονται στα φώτα.
Χωλαίνουν τα λεγόμενα.

Ποιος άνθρωπος σκορπίστηκε από φόβο πως αγάπησε;
Ποιος άνθρωπος σκορπίστηκε στο κέντρο μιας πόλης,
και πένθιμα κράζουν του ουρανού τα όρνια;

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2009

κόκκινη λαίλαπα χορεύει πάνω σου.

Πόσο απήχες από τον ήλιο...
και να που η φλόγα ανάβει το κρέας σου.
Πριν αγγίξεις καν τον πύρινο όγκο του.

Πως κατάφερνες να αλλάζεις το ύφος σου.
Κι η οπτική σου άλλαζε κι εκείνη.
Συνεχώς άλλαζες.
Έπειτα από εκείνη τη λοβοτόμηση,
τα συναισθήματα γίνανε ακόμα ποιο λέξεις.
Και λέξεις και απαιτήσεις και θέλω.
Κι ας πέρασε ολόκληρος Απρίλης.
Τα περσινά λουλούδια μαράθηκαν και δεν μυρίζουν.
Παλεύεις με τη μνήμη, με το χρόνο με τα πάντα.
Έχεις τα πάντα και δεν έχεις τίποτα.
Νομίζεις ακόμα -και το λες- ότι είσαι σε κάποια ταινία.
Τι όμορφα που τελειώνουν οι παλιές ταινίες.
Οι αμερικάνικες με τα ξένα γράμματα...
Οι ηθοποιοί έχουν γίνει σχεδόν αθάνατοι
και έχουν πραγματοποιήσει το νόημα της ζωής τους.


Κοίτα πως έχει ανάψει το σώμα σου...
κόκκινη λαίλαπα χορεύει πάνω σου.
Πριν καλά καλά προδώσει ο ένας τον άλλον.


Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009

χορτάτοι ήλιοι.

Δεν οφείλω λέξεις.
Σάπια συναισθήματα
Χορτάτοι ήλιοι.
Μηχανικές στάσεις ζωής.
Πίσω από το δάκτυλό σου
ερμαφρόδιτα.
Στον προσωπικό σου κύκλο.

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

ειδική αίθουσα αναμονής.

‘’Φόρεσε αυτή τη μάσκα. Ξάπλωσε. Σήκωσε το μανίκι σου. Σφίξε το χέρι σου. Βαθιά αναπνοή. Χαλάρωσε το χέρι σου. Κάθισε. Ζαλίζεσαι; Σήκω όρθιος. Ακολούθησέ με.’’


Άνθρωποι καθισμένοι σε πλαστικούς πάγκους αναμονής. Γέροι κουρασμένα σκυμμένοι.


‘’Όταν θα σου πω εγώ κράτα την αναπνοή σου για δευτερόλεπτα. Έτοιμος. Το παλτό σου μην ξεχάσεις’’


Η κυρία με τα λευκά. Γύρω στα εξήντα. Περπατάει γρήγορα. Κι άλλοι άνθρωποι θλιμμένοι. Περπατά γρήγορα. Ανοίγει μια διπλή πόρτα με φιμέ τζάμια. Κρύο.


‘’Ναι στο παλιό. Έχει ειδική αίθουσα αναμονής. Σφίξε το σιδεράκι της μάσκας. Θα περιμένεις να σου τηλεφωνήσουμε.’’


Ένας μεσήλικος κοιμάται σε ένα ξύλινο πάγκο. Φοράει μάσκα πράσινη. Σηκώνετε μόλις μπήκα. Η κόρη του κάτι του λέει και κάθετε στον πάγκο με βαρύ το κεφάλι.

Έχουν ακουμπήσει σε ένα τραπεζάκι το βαμβάκι με το αίμα. Οι πόρτα έχει ένα καρφωμένο κόντρα πλακέ υποκατάστατο τζαμιού το ίδιο και η σιδερένια μπαλκονόπορτα.

Κάθομαι σε μια πλαστική καρέκλα. Η τηλεόραση χωρίς ήχο. Συνταγές μαγειρικής.


Η ντουλάπα με ένα φύλλο ανοικτό. Ο νιπτήρας, αντισηπτικό σαπούνι. Παλιό μωσαϊκό, υποδοχές οξυγόνου στο τοίχο, λαδομπογιά ως το μέσω και ένας ανεμιστήρας στο ταβάνι σαν θεόρατη λεπίδα.

Οι πνεύμονές μου ακουμπισμένοι στο τραπεζάκι. Σηκώνω την ακτινογραφία ξανά και ξανά κοιτώντας τη στο φως. Ένα πλαστικό ποτηράκι. Τα καλοριφέρ παγωμένα. Αιρκοντίσιον φυσάει χνότο ζεστό. Κάνει το χώρο διπλά ασθενικό. Οι λάμπες φθορίου.


‘’Από τις έξη. Τρείς ώρες τώρα. Μάλλον μας ξέχασαν εδώ πίσω. Εσύ έχεις πυρετό ή δύσπνοια; Μην ανησυχείς.’’


Κοιτάω πότε χάμω πότε από το παράθυρο έξω. Τα φώτα πορτοκαλιά στο προαύλιο χώρο. Δύο ένστολοι σοβαροί καπνίζουν ψιθυρίζοντας. Τα χνώτα τους ανακατεύονται με το καπνό του τσιγάρου τους και αχνίζουν. Αριστερά σκοτάδι. Με κοιτάνε παράξενα. Δεν έχει κουρτίνες το δωμάτιο και εγώ έχω σχεδόν ξεχάσει πως φοράω την πράσινη μάσκα.


Ανοίγει η πόρτα. Μία τσιγγάνα με μαντίλι στο κεφάλι και το γιό της μπαίνουν στην αίθουσα. Ο γιός της φοράει μάσκα. Μιλάνε την δική τους γλώσσα και αδυνατώ να καταλάβω τι λένε. Κάθονται.

Παρακολουθούν μια ξένη σειρά στη τηλεόραση. Μια γυναίκα πνίγετε σε ορμητικά νερά μέσα στο σπίτι της. Γυρνάω τα μάτια μου στο πάτωμα, δεν θέλω να τους κοιτάξω περίεργα, δεν θέλω να νιώσουν περίεργοι. Άλλωστε ποτέ δεν είχα πρόβλημα με τους τσιγγάνους. Αν αντιμετωπίσεις έναν άνθρωπο σαν ζώο θα στο ανταποδώσει. Αν ξεχάσεις πως είναι άνθρωπος δεν είσαι ούτε εσύ ο ίδιος.


‘’Θα περιμένουμε ώρα; Έχεις κι εσύ βήχα; Τι μέρος είναι αυτό…’’


Χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνει η κοπέλα.


‘’Καλή υπομονή αγόρι μου. Καλή σου νύχτα.’’


Ο κύριος σηκώνετε βαριά, ανασέρνοντας τα πόδια του. Κλίνει η κίτρινη πόρτα.

Σηκώνομε. Ανοίγω την πόρτα. Κατεβάζω τη μάσκα. Ένα μικρό μπαλκονάκι ίσα που χωράω εγώ και το κουτί του αιρκοντίσιον. Στο τέλος του παλιού νοσοκομείου. Μυρίζει περίεργα ο αέρας. Δεν κάνει κρύο. Στο μαρμαρένιο πεζούλι έχει μαύρη στάχτη σβησμένου τσιγάρου. Ανάβω τσιγάρο, αυτόν τον αναπτήρα τον είχα κλέψει από εσένα, κι εσύ κλεμμένο τον είχες.


Μισό κατεβασμένα στόρια του εξήντα. Σκοτεινά δωμάτια, ολόκληρο κτήριο αριστερά σκοτεινό. Μικρά όμοια βεραντάκια. Οι ένστολοι απουσιάζουν. Μια πόρτα από το καινούργιο κτήριο ανοίγει. Δύο λευκοντυμένες γυναίκες κουβαλάνε σακούλες σκουπιδιών. Χάνονται αριστερά στο σκοτάδι.

Ένα δυνατό ουρλιαχτό σειρήνας ασθενοφόρου φτάνει και όλο πλησιάζει. Ντύνει τους τοίχους και τους γιατρούς στα μπλε. Δεξιά μου φωτίζετε ένα δωμάτιο με φως, χαμηλά στόρια και κάγκελα.

Το ασθενοφόρο χάθηκε στιγμιαία και το προαύλιο άδειασε. Λίγο μετά ένα γιατρός βγαίνει αργά από την πόρτα. Βγάζει τα πλαστικά γάντια και τα ακουμπάει σε ένα τσιμεντένιο πεζούλι. Τρίβει το πρόσωπο του με τα χέρια και ανάβει τσιγάρο.

Με κοίταξε μια στιγμή. Έσβησα το τσιγάρο στο προηγούμενο λεκέ. Φόρεσα την μάσκα, έσφιξα το σιδεράκι.


Κάθισα ξανά στην καρέκλα. Η τσιγγάνα μετά από λίγο άνοιξε την κίτρινη πόρτα με τον γιο της και χάθηκαν στους ατέλειωτους διαδρόμους.


Άνοιξα την κίτρινη πόρτα. Ο διάδρομος παγωμένος, θύμιζε ψυγείο κρεάτων. Στο τέλος του ένα ξύλινο κατασκεύασμα που έφραζε την είσοδο. Μια πόρτα διπλή κλισμένη με χοντρή αλυσίδα. Ένας ένστολος στην αρχή του διαδρόμου μπαίνει μέσα σε μια πόρτα. Τα φώτα στο τέλος του διαδρόμου χανόντουσαν. Σκοτάδι.

Προχώρησα. Οι πόρτες από τα παλιά δωμάτια ανοιχτές μα όχι όλες, μπορούσα κι έβλεπα τα αλλοτριωμένα κρεβάτια και τα σκονισμένα πατώματα.

Στάζει μία βρύση. Πίσσα σκοτάδι οι τουαλέτες, που θυμίζουν βάλτο με τον ήχο τις σταγόνας. Νιώθω τα βήματά μου να παφλάζουν στον τοίχο. Αν έλεγα κάτι θα ακούγονταν σύσσωμα παντού. Σαν ένα τεράστιο ηχείο στη μοναξιά του κόσμου.


Ένα δωμάτιο δίπλα μια πλαστική επιγραφή γράφει ‘’αίθουσα φυλακισμένων’’ .
Μπήκα στην αίθουσα αναμονής. Έκλεισα την κίτρινη πόρτα. Χτύπησε το τηλέφωνο.

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

Μην ανοίξεις τώρα τη λευκή πόρτα.
Ντύνετε Χριστουγεννιάτικα η πόλη.
Κρύο μπαίνει από παντού.
Είναι νωρίς να φύγεις τώρα.
Μονάχα 17 χρονών.

στον Π.
Μάρτης.
Τραγούδι 12.
Τραγούδι 12 στο δίσκο με τα μαύρα γυαλιά.
Σαξόφωνο και John Mayall.
''Room to move.''

Στίβενσον
κόκκινο.
''Τρία κλικ αριστερά.''
Μάρτης 2005.

Κινούμενη η σιωπή.
Απουσία, μοναξιά, ευαισθησία
Παρίσι
Ελλάδα

Εμείς...

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Νικοτίνη και μπογιές.


Στις λυπημένες ομπρέλες καλοκαιριού
πότε Αύγουστος και πότε αρχές Σεπτέμβρη.
Παγωμένη θάλασσα.

Στη γέρικη μοναξιά που κυκλώνει.
Στις στάχτες των τσιγάρων.
Στο σκοτεινό δωμάτιο.

Ύστερα ως εκεί.
Και έπειτα εδώ.

Νικοτίνη
και μπογιές
Ξεραμένα λουλούδια.
Εκείνα τα απογεύματα που νύχτωναν
στην άκρη του γκρεμού.
Νυχτώναμε κι εμείς μαζί τους.
Μας πάγωνε ο αέρας.
''Λίγο ακόμη και θα πετάξω.''
σου έλεγα.

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

θερινά σινεμά και ψάθινες καρέκλες.

Χάρτινε και μουσκεμένε ουρανέ.
Σ' αυτού του κόσμου την ατέλειωτη σιωπή.
Ξεσήκωσε τους τρομαγμένους ανθρώπους.
Ζέστανε τους με τις ελπίδες σου.
Αυτές τις νόθες.

Τώρα που τελειώνουν
τα θερινά σινεμά.
Και οι ψάθινες καρέκλες σαπίζουν.
Νοέμβρης και παγωνιά.

Ζέστανε κάθε τρομαγμένο άνθρωπο
Με νόθα ελπίδα
που ηδονικά επιδιώκει.
Κι έτσι να ζήσει και να ζουν οι άνθρωποι.
Ξεπουλημένο μοτίβο και φτηνά σκηνικά.

10 Νοεμβρίου 2009


Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

στον Οκτώβρη.



Πάντα το πρωί καφέ φίλτρου με μπόλικη ζάχαρη,
νικοτίνη και μυρωδιά ξυλόσομπας.

Έξω χαράξει.
Πριν λίγο ήταν σκοτάδι.
Κολλάει η νικοτίνη με την γεύση του καφέ
στα δόντια.

Τα σκιασμένα πουλιά του ουρανού.


Μονάχα που οι περαστικοί έχουν αποσκευές,
φοράνε βαριά ρούχα, μαύρα κοκάλινα γυαλιά ηλίου,
είναι πάντα φοβισμένοι και στέκονται όρθιοι.
Μαντεύουν δήθεν σκέψεις...
επιλογές και όνειρα.

Εσύ ήρθες απόγευμα.
Δερμάτινα σανδάλια στον Οκτώβρη
Κρύωνε ο νους σου.

Μη στέκεσαι όρθια και βγάλε τα γυαλιά σου.

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2009

Ξένοι τόποι και άλλοτε οικείοι και βρόχινοι.

Οι συμπωτικές γραμμές των τρόλεϊ και οι φωτεινοί σηματοδότες. Βρομερές αφίσες σε κτήρια που πάσχουν από μονοτονία. Πολύμορφες τέντες διαφόρων χρωμάτων που σκυλεύουν των ουρανό. Κι άνθρωποι που τράφηκαν από παχνιασμένο ψωμί και σάπιο νερό. Άνθρωποι που έγιναν σκυθρωποί.


Τα υγρά μάτια μεταναστών στην πλατεία Συντάγματος που κρατάνε στα χέρι τους πλαστικοποιημένα κακόγουστα αντικείμενα προς πώληση. Και άνθρωποι που αναμένουν άλλοι το πράσινο σηματοδότη και άλλοι το λεωφορείο.

Όταν τους κοιτάς με τη πλάτη στον τοίχο ψάχνεις μέσα σου μόνο από απλή περιέργεια να δεις στα μάτια τους κάτι ή να υποθέσεις που πάνε και πια είναι η διαδρομή τους, πια είναι ήταν η διαδρομή που ακολούθησαν.

Η κοπέλα με τα σκουρόχρωμα γυαλιά είχε κι εκείνη την δική της σπασμένη ομπρέλα.

Και κάπνιζε διακριτικά λεπτά τσιγάρα αναμμένα από σπίρτο.

Εκείνος έκανε τριφτά τσιγάρα και η χειραψία του ήταν εντάξει.



Γριές που κρατάνε σφιχτά στην φούχτα τους τις τσάντες διαλέγουν από πάγκους πεζοδρομίων φρούτα που θα ζυγιστούν στην κρεμαστή ζυγαριά με το τσίγκινο πιάτο.

Και ύστερα θα περπατήσουν στο δρόμο.


Δεν θα μπορούσες να τον πεις κιθαρίστα αλλά άνθρωπο του δρόμου. Είχε εκείνη την στραπατσαρισμένη κιθάρα και τα πόδια του ενσωματωμένα ντέφια. Η κοσμηματοδημιουργός ήταν θηλασμένη με την απαλή της εσάρπα. Πουλούσε δημιουργίες της κάθε Σαββατοκύριακο στην ίδια θέση. Όλα καρφιτσωμένα στην ομπρέλα της.




Ο ολόμαυρος σκύλος που έμοιαζε σαν ήρωας παραμυθιού με το κόκκινο περιλαίμιο γυρνούσε τις τελευταίες μέρα στο Μοναστηράκι. Τώρα είχε παρέα αλλά όχι εμάς.

Μπορούσε και ξάπλωνε ανάμεσα στον κόσμο. Έπεσε στα πόδια της και δεν την αναγνώρισε, συνέχισε το παιχνίδι. Έχει άλλωστε πολλούς φίλους.

Ο άντρα που ήταν άγνωστα για μένα αυτά που πουλούσε είχε φυλακισμένες φωνές πουλιών σε δύο μικρά ηχεία. Και ταλαιπωρημένοι εξ όψεως άνθρωποι που άπλωναν το χέρι για επαιτεία, ποτέ μου δεν τους σπλαχνίσθηκα γιατί δεν είναι επαίτες συναισθημάτων.




Κι όταν η μέρα δεν βαστά και νυχτώνει κι ανάβουν οι ηλεκτρικές λάμπες. Μου είπες πως το μόνο αστέρι που φαίνετε από εδώ είναι ή Αφροδίτη γιατί έχει το πιο δυνατό φως. Έδηξα κατανόηση αλλα μου ακούστηκε περίεργο γιατί περίμενα στην μηδενική θέαση του ουρανού από εδώ.



Σκουριασμένα περιστέρια βρόμικα σαν τα ποντίκια τσιμπολογούν ψίχουλα στο σταθμό Λαρίσης. Ο γέροντας με τα λαχεία και ο μικροπωλητής που πέρασε χιλιάδες φορές από μπροστά μας. Επιβάτες που περιμένουν κι άλλοι που τρέχουν να προλάβουν κι άλλοι που έτρεξαν και δεν πρόλαβαν. Κάποιοι προσπαθούν έστω και τη στιγμή του ταξιδιού αντί να κοιμηθούν ή να διαβάσουν κάποιο περιοδικό μόδας που ακολούθησαν πιστά να δούνε την ζωή τους σαν ένα φυλαχτώ που δεν δανείστηκε ποτέ. Φοβούνται να μιλήσουν για να μην μείνουν σε κάποια λάθος στάση και ξεχαστούν. Και μείνουν μονάχα μία απλή βιασμένη φιλοσοφία ζωής και γεράσουν άσχημοι και μόνοι.



Οι γραμμές των τρένων είναι αυτές που αποκόβουν το ταξίδι μακριά από τις πόλεις πάνω και μέσα στα βουνά. Για να μπορείς να απολαμβάνεις αλλιώτικα το σούρουπο και το κινούμενο τοπίο που ξεδιπλώνετε ταχέως δίπλα σου. Να συλλέγει ο νου σου υποσυνείδητα εικόνες.



Ξένοι τόποι και άλλοτε οικείοι και βρόχινοι.


Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2009

Σεπτέμβρη που θυμάμαι.




Σε αυτή την πόλη η βροχή είναι αλλιώτικη, ποιο μανιακή ποιο πυκνή. Οι άνθρωποι αναβάλουν την έξοδο λες και είναι χάρτινοι και θα μουλιάσουν αν βγουν. Μόνο εκείνα τα τεράστια αδέσποτα σκυλιά κυλιούνται στο γρασίδι.

Σε αυτό τον δρόμο δεν υπάρχει ψυχή. Είναι μόλις απόγευμα. Είναι σαν να τους απωθεί όλους η μυρωδιά. Εκείνη η υπέροχη μυρωδιά του ποτισμένου χώματος.

Σεπτέμβρης μήνας και κανείς δεν θέλει να χειμωνιάσει.


.

Κάποια σπίτια έχουν αφήσει τις λευκές κουρτίνες ακόμη, αυτές του καλοκαιριού. Οι άνθρωποι εδώ δεν φοράνε αδιάβροχα κίτρινα και γκρι, δεν είναι ήρωες από ταινίες. Κρατάνε κακόγουστες χρωματιστές ομπρέλες.

Μα εκείνοι με τις μαύρες ομπρέλες τις μονόχρωμες είναι άλλοι.

Οι πλάκες από τα πεζοδρόμια είναι ένα παλιό παιχνίδι παιδικό.

Οι κεραίες είναι πολλές, πυκνές σαν μεταλλικά πουλιά.




Η πίσσα γυαλίζει στην βροχή. Αντανακλά τα φανάρια.

Τα μαύρα σταράκια κουρέλια στα πόδια.

Βρέχει ποιο δυνατά.

Η γυναίκα φωνάζει δυνατά. Πιο ουρλιάζει. Βρέχετε. Βρίζει. Φεύγω.

Έχω γίνει μούσκεμα και ζωντανεύουν οι μνήμες που έφερα από την θάλασσα.

Κάθε Σεπτέμβρη που θυμάμαι ήμουν στην Αλόννησο. Έβλεπα το νησί να αδειάζει, η θάλασσα να κρυώνει. Να νυχτώνει ποιο νωρίς γιατί το Σεπτέμβρη οι μέρες μικραίνουν κι άνθρωποι κιτρινίζουν. Αρχίζουν τα σχολείο και μυρίζει εκείνη η λιτή μυρωδιά χαρτιού.

Τώρα εδώ αλλιώτικα.

Ευτυχώς μπορώ και βλέπω από την βεράντα μου ουρανό. Και δεν στεναχωριέμαι τόσο για την θάλασσα, μάζεψα άλλωστε μπόλικα κοχύλια. Κι ας μην έχει τα βράδια καθαρά αστέρια. Ίσως για να τα εκτιμήσω και λίγο.



Η γυναίκα μπαίνει με δίκιά της βούληση στο ασθενοφόρο.

Κυριακή 9 Αυγούστου 2009

Εδώ.


Κι ύστερα είπε ψιθυριστά:
<<εδώ που δεν υπάρχει φως>>

Κυριακή 12 Ιουλίου 2009

τα νέα σύννεφα...

Μαζεύτηκαν μαύρα σύννεφα κι η θάλασσα έγινε εκείνο το χρώμα της μελανιάς. Υπήρχε ήλιος αλλιώτικος όμως. Τα τζιτζίκια τρόμαζαν ίσως και έπαψαν.
Η καλοκαιρινή βροχή δεν ήταν μακριά.
Μάζεψα τα χαρτόκουτα από την βεράντα. Όλο το σπίτι είναι γεμάτο κουτιά. Αναδύουν εκείνη την μυρωδιά. Χωρίς λόγο την σιχαίνομαι.

Η βροχή ξεκίνησε. Αέρας. Δυνατή ψιχάλα. Ξέπλυνε τα πάντα. Το πυρωμένο έδαφος σήκωσε την ζέστη του. Εκείνη η όμορφη μυρωδιά.
Κι ο ήλιος με τα νέα σύννεφα...

Σάββατο 20 Ιουνίου 2009

η τρομοκρατία

Επανήλθε η τρομοκρατία στην Ελλάδα λένε τα κανάλια. Και λες ωραία –σχήμα λόγου. Ξέρεις από τι πρέπει να προφυλαχτείς. Πρόκειται για ανθρώπους που αφαιρούνε ανθρώπινες ζωές. Για ανθρώπους που επιβάλλονται. Ναι αλλα δεν είδα κανένα κανάλι να μιλάει για την τρομοκρατία του κράτους. Δεν τρομοκρατεί το κράτος όταν οι μπάτσοι βαράνε ηλικιωμένους που διαδηλώνουν για τις χαμηλές συντάξεις; Δεν τρομοκρατούν τα μέσα μαζική ενημέρωσης; Δεν τρομοκρατούν οι μπάτσοι σκοτώνοντας ένα παιδί, οι μπάτσοι όργανα του κράτους δεν είναι; Που μπήκαν το Δεκέμβρη σε σπίτια χωρίς εισαγγελική απόφαση; Δεν τρομοκρατούν οι παπάδες; Και πολλά άλλα. Ότι θέλουμε βλέπουμε…έτσι μας μάθαν τα κανάλια να ζούμε.

Δευτέρα 18 Μαΐου 2009

Ξεκίνησε η βροχή...


Ο ουρανός φωτίζετε γραμμικά από εκλάμψεις φωτός.
Οι στοίβες με τις σημειώσεις και τα μαθήματα που πέρασαν, κι αυτά που θα έρθουν . Τραβηγμένες οι λευκές κουρτίνες του δωματίου και πρώην ζεστός καφές.
Λευκές κουρτίνες τον χειμώνα και μπλε το Καλοκαίρι που πάντα αργώ να αλλάξω.
Η βροχή δυνάμωσε. Κι άλλο. Δεν βλέπεις ποια τον ορίζοντα. Και το χώμα να μυρίζει σαν σκουριά, περίεργη μυρωδιά.

Τρίτη δίνουμε κείμενα. Τα λατρεύω τα κείμενα.

Έχω βγει στην βεράντα, βλέπω καθαρά τις αστραπές στον άνεμο. Ακούω καθαρά τον ήχο. Την συνομωσία της καθυστέρησης που υπάρχει. Η λάμψη και ο κρότος.
Ο αδελφός μου ρωτάει για τον Χέντριξ, το ράδιο τραγουδάει μέσα από παράσιτα το ‘’που να γυρίζεις...’’
Οι γάτες κρυμμένες κάτω από τα δέντρα σαν να απολαμβάνουν την βροχή. Κουρνιάζουν όμορφα στην δροσιά.
Και το δέρμα που ανατριχιάζει στην απαλή δροσιά.

Σταμάτησε η βροχή...οι τελευταίες σταγόνες που έμειναν στις στέγες παφλάζουν στο χώμα. Καφέ μυρίζει η ανάσα μου και τα χέρια μου νικοτίνη, πάνω από τις σημειώσεις και από το στόχο του φωτιστικού...

-η φωτογραφία είναι από την επτά ήμερη στην Ιταλία, βροχή και τότε...

Δευτέρα 4 Μαΐου 2009

Ταράτσα.

Χάθηκα αυτόν τον καιρό. Λίγο το διάβασμα, λίγο που θα φύγω… Προσπαθώ να τα ετοιμάσω όλα μες το νου. Οι κούτες με τα πράγματα –κάποια πρέπει να πεταχτούν-, το σπίτι άδειο. 8 χρόνια μέσα σε κούτες και όσα χωράει ο νους. Προσπαθώ να πιστέψω, ανθρώπους που βλέπω καθημερνά, θα χαθούν από το παρόν μου. Η θάλασσα. Η μοναξιά του χειμώνα, ύστερα το φθινόπωρο και η ταράτσα. Άνοιξη και γιασεμί στην κατηφόρα μοσκοβολά. Καλοκαίρι παραλία και δειλινά, κιθάρες και πανσέληνος. Τέλη Ιουλίου. Αρχές Αυγούστου.

Είναι αυτό που παθαίνω σαν φεύγω. Πίσω από τα δάκρυα θέλω να κρατήσω εικόνες, να μπορώ να θυμάμαι για πάντα κάτι. Μην μείνουν όλα μια ανάμνηση και την νοσταλγήσω. Προσπαθώ να τα χωρέσω όλα στο νου μου. Τα στριμώχνω, τα πατικώνω μα όλο χάνονται κι όλα γίνονται νοσταλγία. Ίσως γιατί δεν τα βόλεψα ποτέ σωστά μέσα μου και κατρακυλάνε ή ίσως γιατί μόνο έτσι αξίζουν να ζουν σαν νοσταλγία και ανάμνηση.


Τι να σου πω; Τελείωσε και το σχολείο. Χάθηκα και με τους συμμαθητές μου. Πως θα μου λείψουν… Οι φωνές και τα γέλια, τα βρισίδια, οι κοπάνες και οι καυγάδες. Αυτοί έχουν τους δικούς τους εδώ, θα έρχονται Σαββατοκύριακα. Εγώ θα έχω φύγει, δεν ξέρω καν αν θα τους ξανά δω ποτέ όλους μαζί όπως και τώρα. Δεν είχαμε ποτέ καλές σχέσεις. Για σκέψου όμως δεκαοχτώ άτομα διαφορετικά μεταξύ τους κάθε μέρα, κάθε μέρα μαζί, τόσα πρωινά. Και τους συνήθισα και θα μου λείψουν.


Τώρα θα σου πω για την Ταράτσα. Το λημέρι μου στο σπίτι. Αυτό και το τζάκι. Η θέα της παράξενη, από την μία βλέπει το παλιό Χωριό, από την άλλη την θάλασσα που σκάει σε κάτι μυτερά βράχια. Από την άλλη η τεράστια σπηλιά χιλιόμετρα μακριά να χάνετε στο κύμα. Κι αν καθαρίσει ο ουρανός και τα απέναντι νησιά.


Η κεραία, δύο καμινάδες, στέρνα. Όλες τις εποχές πάνω. Το χειμώνα και τα κρύα απογεύματα που κάπνιζαν οι καμινάδες, τότε νύχτωνε νωρίς. Το φθινόπωρο που φεύγουν τα πουλιά. Την άνοιξη που ξανά ‘ρχονται και γεμίζει παπαρούνες το λιβάδι πίσω. Και το καλοκαίρι τις νύχτες τα τζιτζίκια που σβήνουν, βγαίνει το φεγγάρι και το ξημέρωμα ξεκινάνε όπως έσβησαν…








Δευτέρα 13 Απριλίου 2009

Τα κίτρινα σανίδια,

Νύχτωσε για τα καλά. Ένας φίλος πλάι πίνει μπύρα. Όλα όπως τα άφησα ή όπως με άφησαν. Το κόκκινο τσάι σαν αίμα, κρύωσε πια. Τα τσιγάρα ακρίβυναν και πιο εύκολα κατεβαίνουν. Το μαγαζί άδειο. Αριστερά δύο και δεξιά τέσσερις. Τα κίτρινα σανίδια, οι προβολείς φωτίζουν. Τα φώτα από απέναντι και ο δρόμος που λούζεται από κάτω. Δεν κουβαλάω εδώ την μπλε ομπρέλα, εκείνη είναι για το νησί. Για δυνατούς ανέμους. Εδώ δεν φυσάει, που να νιώσεις φύσημα; Ανάμεσα από τις πολυκατοικίες ή στην ασπρόμαυρη διάβαση πεζών;
Άνθρωποι βιασμένοι από την καθημερινότητα κάθονται σταυροπόδι σε καρέκλες. Γονατισμένα τα αυτοκίνητα σέρνονται στα φανάρια.
Έξω 2 η ώρα μένει στάσιμο το σκοτάδι.
Κι μουσική, χάνετε από την κούραση στα αυτιά μου.

Παρασκευή 10 Απριλίου 2009

7 ημέρες (β' μέρος)




[προς Μέστρε]


[Φλωρεντία]

[Φλωρεντία]


Ημέρα 5η (Βενετία)

8 πρωινό. Ετοιμαστήκαμε και ξεκινήσαμε για Βενετία. Εμείς με το αστικό καραβάκι πήγαμε στο Γραντ Κανάλ και σταματήσαμε στην τελευταία στάση. Η Μ. έγινε μούσκεμα από ένα σκάφος ασθενοφόρο. Φωτογράφησα ότι περισσότερο μπορούσα. Μέσα σε στενά, κάτω από γέφυρες. Αγόρασα μία δερμάτινη μάσκα με μεγάλη γαμψή μύτη. Η μυρουδιά καμιά φορά γινόταν ενοχλητική. Δεν την θεώρησα μια ερωτική πόλη αλλα μια αξιοπερίεργη. Τα σπίτια που ήταν σαν να επέπλεαν στο νερό. Ήταν σαν καράβια. Με εκείνη την πράσινη γλίτσα που έχουν τα μουράγια και οι βράχοι. Οι δρόμοι ήταν σαν λαβύρινθοι. Άνετα χανόσουν. Στην πλατεία τετράποδες πλάκες μαύρες σαν θρανία. Αυτές είπε ο Α. πως τις κάνουν δρόμο σα πλημμυρίσει η πόλη. Και φοράνε τεράστιες μπότες πλαστικές πάνω από το γόνατο σαν εκείνη της βιτρίνας.

Ήπιαμε καφεδάκι δίπλα από την γέφυρα των ξυπόλητων. Ήμασταν κουρασμένοι. Πολλοί περπάτημα. Οι άλλοι έμεινα. Η κ. Λ. ο Μ, ο Κ, εγώ, η Μ, η Ι και η Δ πήγαμε στο σταθμό του τρένου. Μπήκαμε στο τρένο 4 και 10 φεύγει. Περιμέναμε. Παρατηρούσα τον κόσμο μία φοιτήτρια υπογράμμιζε κάτι σε ένα βιβλίο, μία ανοιχτόχρωμη κοπέλα διάβαζε ένα βιβλίο με προσήλωση και μία εξηντάρα γεμάτη ρυτίδες αρχοντική με αποχρώσεις στο μωβ κοίταξε με μελαγχολίας έξω από το παράθυρο. Το τρένο σταμάτησε στο σταθμό του Μέστρε. Τώρα ένα χάρτη και λίγα Ιταλικά για το ξενοδοχείο. Περπατήσαμε 3-4 χιλιόμετρα και μετά από ώρα το βρήκαμε. Η κ. Λ. γεμάτα τα χέρια της τσάντες θα έπεφτε κάτω. Ο Κ. γκρίνιαζε. Φτάσαμε. Είχαμε ιδρώσει. Έκανα μπάνιο και φόρεσα πιζάμες. Η Ι. κοιμόταν. Η Μ. και η Δ. έκαναν ηλιοθεραπεία και έπειτα κοιμήθηκαν. Ο Κ. κοιμήθηκε. Εγώ και Μ. είχαμε αράξει στο παράθυρο του ξενοδοχείου και σφυρίζαμε σε ένα καπί. Γελάσαμε. Χαλαρή μουσική και τσιγάρο στο παράθυρο. Έπειτα ετοιμαστήκαμε, γύρισαν και οι άλλοι. Δεν κατέβηκα για φαί. Έριξα τρομερό γελοίο με την Γ. και Θ. Το βράδυ βγήκαμε σε εκείνη τη μπυραρία-στάβλο. Το φαί το έτρωγες χωρίς μαχαιροπήρουνα. 1 παρά αποχώρησα για το ξενοδοχείο, ούτε που ξέρω πότε γύρισαν. Έμαθα την επόμενη πως κανείς δεν κοιμήθηκε εκτός από εμένα. Η Γ. έχασε την κάρτα και ήθελε να το παίξει και μάγκας και όταν πήγε να βγάλει άλλη είπε το νούμερο στα Ιταλικά –χωρίς να ξέρει- και έμειναν απέξω. Όλο το βράδυ ως το ξημέρωμα έπαιζαν χαρτιά.

[Βενετία]

[Γραντ Κανάλ]

[Βενετία]


Ημέρα 6η (Βενετία – Σαν Μαρίνο – Ανκόνα)

4 το ξημέρωμα. Αναχώρηση από το ξενοδοχείο, πακέτο τα πρωινά. Θυμάμαι τον εαυτό μου μόνιμος να κοιμάται. Ξύπνησα μετά από ώρα στο Σαν Μαρίνο, αρχικά μου θύμισε Περτούλι, μέσα στην ομίχλη με τεράστια έλατα και πέτρινους δρόμους. Το Σαν Μαρίνο φημίζετε λοιπόν για τα αφορολόγητά του. Εγώ δεν είδα καμία διαφορά πάντως. Περιπλανηθήκαμε στα στενά με την Α. και τον Α. 7 και κάτι η ώρα. Τα μαγαζάκια ανοίγουν σιγά-σιγά, ο κόσμος που πίνει καφέ στα μικρά καφέ. Το μουσείο βασανιστηρίων κλειστό. Ένα άγαλμα με κουνούπια. Πόσα άραγε; Ξεκινήσαμε για Ανκόνα. Έπιασε δυνατή βροχή. Έλουζε τες κεραμιδένιες σκεπές των ξεφλουδισμένων σπιτιών. Η Μ. κοιμάται με ανοιχτό στόμα. Φτάνουμε Ανκόνα και μπαίνουμε στο καράβι. Τρώμε μεσημεριανό. Τα ρολόγια μας μέσα στο καράβι ώρα Ελλάδος. Βολευόμαστε στις καμπίνες. Από τις 3 μέχρις τι 9 ύπνο. Ο Μ. ροχαλίζει απελπιστικά. Το ξυπνητήρι της Μ. χτυπάει συνεχώς. Μόνο εγώ το ακούω. Ήχος γύφτικου σκυλάδικου. Καφέ στο σαλόνι του πλοίου με τον Χ. και την Α. τον Γ. και Ι. Η κ. Λ. έχει γενέθλια. Ο Μ. τα κονόμησε από τον κουλοχέρη. Η Μ. έχασε τα ποσοστά της. Η Γ. λέει πως στάνιαρε από φαί. Η Δ. έχει πυρετό. Το βράδυ ανοίγει ένα μπαράκι με λαϊκά στο τέλος του καραβιού. Πίνουμε κρασάκι. Με Γ. και Ι. , Α. και Χ., Δ. , Μ. , Μ., Κ. Ο Κ. πάει για ύπνο. Ακολουθούν Χ. και Α, Γ. και Ι. Χαιρετάμε αυτούς που κατεβαίνουν Πάτρα. Η Δ. ψήνεται στον καναπέ. Ο Μ. και η Μ. παίζουν τάβλι. 3 άγνωστοι έλληνες γελάνε πιο πέρα. 4 η ώρα. 6 φτάνουμε Ηγουμενίτσα. Μισή ώρα αναζητάω την καμπίνα. Την βρίσκω.

[Σαν Μαρίνο]


[Κουνούπια]


[Βροχή]


Ημέρα 7η (Ηγουμενίτσα – Καλαμπάκα – Βόλος – Αλόννησος)

5 η ώρα. Πίνουμε καφέ. Κόσμος που κοιμάται στα πατώματα. Άλλοι στους καναπέδες , στους παιδότοπους. Κουρασμένοι. Κι εκείνοι κι εμείς. Ο ναργιλές του Κ. από Βόλο σε όλο το ταξίδι έσπασε στο καράβι. Τον παρατάει στην καμπίνα. Η ομαδική φωτογραφία. Λείπουν τα παιδία που κατέβηκαν Πάτρα. Ο Θ. κατεβαίνει κρατώντας τον ναργιλέ. Γελάμε. Για πέταμα ήταν. Μπαίνουμε στο λεωφορείο. Από εκεί και πέρα δεν θυμάμαι τίποτα. Μόνο στις στάσεις που κατέβαινα να κάνω τσιγάρο.

Φτάνουμε Βόλο κι από εκεί πίσω Αλόννησο. Είχαμε περάσει τέλεια.


[Ουρανός]


[Κατάρα]




7 Μέρες (α' μέρος)

Ημέρα 1η (Αλόννησος – Βόλος – Γιάννενα – Ηγουμενίτσα)

Ξεκινήσαμε την προηγούμενη Δευτέρα. Η επταήμερη εκδρομή. Πέντε το πρωί. Άντε και να έχω κοιμηθεί 2 ώρες. Χτυπάει το ξυπνητήρι. Πάντα ο ενθουσιασμός δεν με άφηνε να κοιμηθώ. Κατεβαίνω στο λιμάνι. Όλοι με βραχνιασμένες από τον ύπνο φωνές. Χαιρετάμε αυτούς που αφήνουμε πίσω.

Μετά από 3 ώρες φτάνουμε Βόλο. Ο όμορφος κουρασμένος Βόλος. Με τα κατάρτια στο λιμάνι, τους πλανόδιους μουσικούς και τους λιγδωμένους ζητιάνους στα παγκάκια. Τόσα χρόνια πήγαινε-έλα τον συνήθισα τον Βόλο.

Μια βόλτα για κάτι γωνιές που ήθελα να φωτογραφήσω και όλο τις άφηνα.

Έπειτα για καφέ με την Γ. και κουβέντα. Μετά περιμένοντας το λεωφορείο για Ηγουμενίτσα. Είχαμε κλίσει με γκρούπ. Ως το τέλος μας συνήθισαν όμως όλους μας και μπορούσαν να ανέχονται την φασαρία μας. Νομίζω πως και όλοι τους έγιναν πάλι παιδιά. Μετά από ώρα ο οδηγός σταματάει να αγοράσει κάτι μπανάνες. Ξανά ξεκινάμε. Επόμενη στάση Καλαμπάκα και μετά Γιάννενα για 2 ώρες. Φτάνουμε Ηγουμενίτσα και μπαίνουμε στο καράβι στις 12. Το Μπάρι ήταν μακριά 6 ώρες. Βολευτήκαμε στις καμπίνες. Έπεσαν όλοι για ύπνο. Όλοι 8 παιδία ήμασταν μόνο. Τα πίναμε στο μπαρ του πλοίου με τον Μ. και τον Κ. Άδειο το καράβι. Κάτι Ιταλοί που χαζογελούσαν και κάτι άλλοι που κοιμόντουσαν με ανοιχτά στόματα στους καναπέδες. Πήγε 4 η ώρα. Αποχώρησα. 4 και τέταρτο μπόρεσα να βρω την καμπίνα. Λίγο τα κρασάκια, λίγο το ότι το πλοίο ήταν τεράστιο…


[Βόλος]

[Βόλος]

[Μετέωρα]

[Γιάννενα]


Ημέρα 2η (Μπάρι – Πομπηία – Ρώμη)

5 και μισή χτυπάει η πόρτα. Κατεβαίνουμε. Όλος ο κόσμος μαζεμένος στα σαλόνια του πλοίου. Η τάξη μου έπινε καφέ σε ένα κυκλικό σαλόνι. Κατεβήκαμε Μπάρι και από εκεί Πομπηία. Η ξεναγός μια πενηντάρα με μεγάλες πλάτες και πάντα βραχνιασμένη φωνή, κάπνιζε λίντερ μπλε, κυκλοθυμική εκεί που ήταν γλυκιά μπορούσε άνετα να αγριέψει. Ιταλοελληνίδα στην καταγωγή της. Μίλαγε άπιαστα ελληνικά και είχε πολλές γνώσεις. Όπως έλεγε έκανε χρόνια αυτή τη δουλεία. Η Νάπολη γεμάτη σκουπίδια και οι βεράντες των σπιτιών γεμάτε με λουλούδια και άχρηστα αντικείμενα. Μου θύμισε έντονα ως ένα σημείο Ελλάδα. Φτάσαμε Πομπηία. Περιπλανηθήκαμε μέσα στα ερείπια της πόλης. Ο Βεζούβιος ακόμη ενεργός. Φάγαμε σε μια πιτσαρία. Έπειτα αναχωρήσαμε για Ρώμη. Η διαδρομή μεγάλη. Η Θ. και η Γ. μας έκαναν να γελάμε. Σχολίαζαν τα πάντα. Μετά από ώρες φτάσαμε Ρώμη. Το ξενοδοχείο σε παλιό ρυθμό. Με προσεγμένους του κοινόχρηστους χώρους και τα δωμάτια όχι και ιδιαίτερα περιποιημένα.Το βράδυ κάναμε μια βόλτα στην φωτισμένη Ρώμη. Άδεια. Καμία σχέση ο τρόπος διασκέδασης με την Ελλάδα. Τα παιδία κατεβήκαν για μια βόλτα. Δεν ακολούθησα. Άραξα στον κήπο του ξενοδοχείου. Έπειτα πήγα για ύπνο, ούτε που κατάλαβα τι ώρα γύρισαν οι άλλοι.

[Προς Πομπηία]


[Πομπηία]


[Ρώμη]



Ημέρα 3η (Ρώμη – Βατικανό)


8 η ώρα για πρωινό. Όλοι από το γρούπ κάθονται στα τραπέζια. Η Μ. δηλώνει πως σήμερα ντ

ύθηκε πολύ ‘’γιο’’. Μετά ξεκινάμε για Ρώμη. Όλη η ρώμη ένα μνημείο. Το Κολοσσαίο, η Φοντάνα ντι τρέβι, ο ιππόδρομος και χίλια δυο που δεν μπορώ να θυμηθώ τα ονόματα τους. Σωματικός έλεγχος στο Βατικανό για να μπούμε στον Άγιο Πέτρο. Ένα εκατομμύριο χριστιανοτουρίστες περιμένουν στην τεράστια σειρά που σχηματίζει σαλιγκάρι να δούνε την εκκλησία. Γιγάντια υψώνετε μπροστά μας. Με τεράστιες πόρτες, τρούλους που νομίζεις πως δεν υπάρχει ουρανός, ψηφιδωτά πελώρια και γλυπτά του Μιχαήλ Άγγελο. Μετά τη ξενάγηση μας έπιασε η βροχή. Πολλή βροχή, Η Μ. και η Ι. είχαν αδιάβροχο, εγώ και η Μ ομπρέλες. Όλοι άλλοι γινήκαν μούσκεμα. Σταματήσαμε στα μαγαζιά για δώρα και ομπρέλες. Είχαμε δώσει ραντεβού στον Τίβερη με το λεωφορείο. Η βροχή ασταμάτητη. Την απολάμβανα. Τα μπατζάκια του τζιν μου καφέ και μουσκεμένα. Τα μαύρα ξηλωμένα μου σταράκια ού

τε που βράχηκαν. Ξενάγηση μέσα από το λεωφορείο στην πόλη. Ο Κ. σηκώνει το μποξεράκι που αγόρασε με τον πέος από κάποιο άγαλμα του Μιχαήλ Άγγελο να το δείξει στον Μ. η ξεναγός ξεσπάει στα γέλια.

Φτάνουμε στο ξενοδοχείο μούσκεμα. Ένα ντούζ μπας και ζεσταθώ. Πρώτο πιάτο για βραδινό μακαρόνια. Όλο το γκρουπ με βρίζει γιατί δήλωσα πως τρώω το ψάρι. ( μια αηδία πραγματικά, καν

είς δεν έφαγε). Το λεωφορείο μας αφήνει στο κέντρο. Ακολουθούν μαζί μας ο Χ. και η Α. από το γκρουπ και ο Γ. με την Ι. Σε μια πλατεία συναντώ κάτι συμμαθητές μου από Σκιάθο που είχα να δω 8 χρόνια. Μιάμιση ώρα η Σκιάθος από Αλόννησο βρεθήκαμε Ρώμη. Πίνουμε μπιρίτσα. Το κάπνισμα απαγορεύετε σε όλους τους κλειστούς χώρου. Την βγάζουμε στο κρύο η στα μπαλκόνια. Η Μ. η Δ. η Ι. ο Μ και ο Κ. τρώνε κάτι σαν κεμπάπ σε ένα ημιυπόγειο σε ένα στενό δρόμο. Κάτι μαύροι παρά πέρα

. Ψάχνουμε για ταξί στους ιδρωμένους δρόμους, η Γ. τρέμει από το κρύο, εμένα πονάνε πολύ τα πόδια. Οι μαύροι καπνίζουν τσιγαριλίκι. Το συμπέρασμα του Μ. είναι ότι δεν είναι κεμπάπ αλλα κεμπάφ. Βρίσκουμε ταξί και γυρνάμε στο ξενοδοχείο. Μαζεύω ρούχα, έχουμε ταξίδι αύριο.


[Κολοσέο]

[Φοντάνα ντι τρέβι]

[Το άγαλμα της παναγίας με τον Χριστό στον Άγιο Πετρο]


Ημέρα 4η ( Ρώμη – Φλωρεντία – Βενετία)

7 πρωινό. Ταξίδι για Φλωρεντία. Ο Α. είχε σπουδάσει στην καλόν τεχνών εκεί. Είδαμε το σπίτι του, ένα μαγαζάκι στενό με κατεβασμένα τα γκρι ρολά του. Η πόλη παραδοσιακά και πεζοδρομημένη. Ήρεμη και όμορφη πόλη, καμία σχέση με τη Ρώμη. 2 ώρες ελεύθερες για ψώνια. Καρτ-ποστάλ και δώρα. Δεν ψωνίζω ποτέ για μένα. Μία γιαγιά σε ένα πάγκο ξέρει Ελληνικά. Από Αλόννησο μας λέει, είχα έρθει πριν χρόνια…Ο άντρας της έλληνας. Μου αρέσει να πιάνω κουβέντα με τους πλανόδιους. Η γυναίκα με το μαγαζί που είχε κοσμήματα που έφτιαχνε εκείνη. Πριγκηπέσα λένε την Γάτα μου, έτσι και το μαγαζί. Τα γραφικά στενά με τις πλάκες.

Φτάνουμε στην πλατεία, εκεί που είχε γυριστεί και ο Χάνιμπαλ. Στην πλατεία που κρεμάει εκείνον και κάνει μια τομή στην κοιλία του και σκάνε τα στομάχια του κάτω…(πρόσφατα την είδα γι αυτό). Περιστέρια πάνω στα αγάλματα. Ένα τεντώνει το λαιμό του φουσκώνοντας και προσπαθεί να ζευγαρώσει. Ο Α. τα θεωρεί ποντίκια με φτερά και ο Κ. προσπαθεί να τα κλωτσήσει. Ένα σχολείο από την Πύλο μας φωνάζει πατριώτες και φωτογραφιζόμαστε παρέα. Ο συνοδός τους ένας πολλή χαμογελαστός άνθρωπος. 12 και τέταρτο στην γωνία. Ο Α. φορτωμένος ένα κάρο Ιταλικά βιβλία. Ξεκινάμε να βρούμε το άλλο μισό γκρουπ. Τους βρίσκουμε και πάμε για το λεωφορείο. Περνάμε μια υπόγεια διάβαση. Μπαίνουμε στο λεωφορείο και φεύγουμε για Βενετία. Το ξενοδοχείο ένα τεράστιο μοντέρνο κτίριο από γυαλί, δίπλα σε ένα κανάλι. Φωταγωγημένο με σιντριβάνια. Τρώμε βραδινό. Κανονίζουμε να βγούμε με ένα σχολείο από την Αθήνα, σε μία μπιραρία. Στάβλο την λέγαμε γιατί είχε τσόφλια από φιστίκια κάτω, ήταν κανονισμός άλλωστε, έτρωγες δωρεάν φιστίκια και τα τσόφλια κάτω. Έξω την έβγαλα και εδώ. Ρίξαμε πολύ γέλιο και συνεχίσαμε ως τις 4 στο ξενοδοχείο. Τα παιδιά το άλλο πρωί έφευγαν. Χαιρετηθήκαμε…


[σε δύο μέροι γιατί προέκυψε πρόβλημα με το ανέβασμα]