Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

ένας από τους αγγέλους του ποιητή, σε έναν κήπο.

-Αυτό είναι ένας παιδικός μου εφιάλτης.

είπε ένας από τους αγγέλους του ποιητή.

-και συμβαίνει πράγματι να το ονειρεύομαι ακόμα.

~00000_~-_-______________

Μόνο τότε σώπασαν όλα.
και η θάλασσα
και η βροχή
και ο άνεμος

Και οι άνθρωποι...
κανένας τους δεν είχε...
κανένας δεν είχε μιλιά.

_--_

Είπε τότε:

Σ' αγαπώ.

κι ύστερα σώπασε για πάντα.

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

μόνο ένα δέντρο και ένα σκυλί.

ξέρω, ξέρω έπεσες από το δέντρο.
τέτοιο κλάμα..
σκούπισε το μάτια σου απ΄τα μανίκια
μην ρουφάς έτσι τις μύξες σου.


Ναι πράγματι τα δέντρα πέφτουν σαν ιτιές γερμένες.
Ναι όλα, στο δικό μου ποίημα όλα πέφτουν σαν ιτιές γερμένες.
Τόσο μελαγχολικά και θλιβερά συνάμα.


Είδες, στέγνωσαν τα μάτια
τόσο κλάμα...

μα κι εσύ μοιάζεις σαν ιτιά γερμένη...
ναι στο ποίημα μου, μοιάζεις με ιτιά.

κι εγώ;
με ρωτάς τώρα;
εγώ μάλλον είμαι ο σκύλος του Διογένη
γι αυτό κοιμάμαι πάντα τόσο αδιάφορα.

κι άνθρωποι;

μα δεν υπάρχουν στο ποίημα μου άνθρωποι
μόνο ένα δέντρο και ένα σκυλί
και κάθε μέρα ονειρεύονται πως πέφτουν τα δέντρα
και την επομένη πέφτουν.

τόσο απλά
τόσο θλιβερά
τόσο μελοδραματικά

σαν ταινία με ευτυχισμένο τέλος.
κάπως έτσι ονειρεύονται.

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

βολβοί κρεμυδιών.

Κι ο δρόμος άνοιξε
κι ήρθαν και στάθηκαν του ανέμου κόκκινα φτερά στις μύτες
και στις άκρες των χειλιών μας αίμα.


Τα μάτια μου ξεράθηκαν και να πεθαίνουν
ξεκολάνε απ' τις άκρες της σάρκας
φτάνουν σφαιρικά στην εκβολή ενός βυσσινιού ποταμού.


Τόσοι θάνατοι, δεν φοβάμαι άλλον ένα.
Και φυσικά δεν μιλάω για τα μάτια.
Δεν πεθαίνουν τα μάτια;


Και τότε τα χέρια, τροχοφόρων άξονες
και μέσα στα εσωτερικά
μέσα στο στομάχι ένα περίστροφο.


Τα μάτια μου ξεράθηκαν
κέρματα, βολβοί κρεμμυδιών
και έπεσαν στα χέρια
κύλισαν στο δρόμο.

Τόσοι θάνατοι, δεν φοβάμαι άλλον ένα. Και φυσικά δεν μιλάω για τα μάτια.
Ναι και φυσικά δεν μιλώ γι αυτά.

Τόσοι θάνατοι δεν φοβάμαι άλλον έναν.


Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

Λευκάνθεμα.

Φυσάει, (τα μάτια πονάνε)


και φέρνει ο άνεμος (κίτρινα φύλλα)


στο κεφάλι μου (στο σημείο της νόησης)



αστέρια. (σα πυγολαμπίδες)





Να μην φοβάσαι, (να αναπνέεις)



αστέρια (σα πυγολαμπίδες)



μικρά αστέρια είναι. ( θλίψη)

Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

τα ψάρια πριν τα πετάξουν στο τηγάνι.




1.

Η σιωπή που θέλει να γίνει ήχος.
-μα δεν φτάνει η θέληση.

Μια γερμένη σκάλα που ξέρω πως δεν ανεβαίνει


-Πάλι το ίδιο.

(μια γερμένη σκάλα που ξέρω, ναι ξέρω δεν ανεβαίνει. )

-Πάλι το ίδιο.

(μια γερμένη σκάλα που δεν ανεβαίνει. Δεν έχει τίποτα εκεί.)



2.


Οι κυράδες βγάζουν τα εντόσθια από τα ψάρια πριν τα πετάξουν στο τηγάνι.

Τις νυχτιές φοράνε τα παιδιά τα τομάρια των γονιών τους
και περνάνε από τα σπίτια σαν λύκοι.

Δαγκάνουν τους φύλακες Κέρβερους στα πόδια
και εκείνοι ουρλιάζουν σαν κουτάβια.

Μαζεύουν τα Μαγιάτικα στεφάνια...
-ήρθε το καλοκαίρι-
-ήρθε το καλοκαίρι - λένε
το λένε αυτό με ένα χαμόγελο από κρέμα παγωτού.

τα ξυλάκια τα πετάνε στο δρόμο...


-δεν μετρούν τα παγωτά πια τα παιδιά-


ήρθε το καλοκαίρι μέσα από τα σύννεφα.

το καλοκαίρι.

το καλοκαίρι.


κάποιος ξέχασε θαμμένο το κουφάρι ενός χελιδονιού στην άμμο.
και τα παιδιά...
και τα παιδιά δεν πρέπει να το 'βρουν στα χαλάσματα του κάστρου τους.
δεν θέλω να το 'βρουν.


3.
-Πάλι το ίδιο.
(μια γερμένη σκάλα που δεν ανεβαίνει. Δεν έχει τίποτα εκεί.)


Τις νυχτιές φοράνε τα παιδιά τα τομάρια των γονιών τους
και περνάνε από τα σπίτια σαν λύκοι.
κι οι κυράδες δεν τα καταλαβαίνουν,
βγάζουν τα εντόσθια από τα ψάρια πριν τα πετάξουν στο τηγάνι.

Φορούν κι αυτές τα τομάρια των συζύγων τους κι από πάνω καφέ σατέν φορέματα.
βγάζουν τα εντόσθιά τους πριν πέσουν στο τηγάνι.


Σάββατο 22 Μαΐου 2010

η φθορά θάλασσα.

I.

Πεθαμένη η θάλασσα
η φθορά
στα χέρια μένει.




II.

Τα μάτια

τι βαστούν από όσα περνάνε;





III.

Ο άνθρωπος που πράττει
έχει ένα αξιόπιστο παρελθόν και ένα άλλοθι
για την απραγία του μέλλοντος.

Μπορεί να πεθάνει στο σταυρό.




IV.

Τα σπίτια δεν έχουν μνήμες.
Οι άνθρωποι τις φτιάξαν σε αυτά.

Το δωμάτιό μου έχει τη θέα μιας ατέρμονης θάλασσας.



V.

Η άμμος κάνει χίμαιρες και χαίτες τα πρόσωπα των παραθεριστών

Ύστερα στον αποσπερίτη που μένει μόνη
μερεύει και τα ψάρια ανεβαίνουν στην επιφάνεια

Τα σκαθάρια οστράκων μετακινούν τα βότσαλα,
μια νέα παραλία θα υπάρχει το ξημέρωμα




VI.

Εκείνη έβρεχε τα πόδια της...
Η απανεμιά την απανθράκωσε.




VII.

Αγαπώ την θάλασσα.
Γιατί δεν μπορώ να την καταλάβω.

Τι βαστούν τα μάτια από όσα περνάνε;

Τα πάντα τελικά.



Σάββατο 8 Μαΐου 2010

δεν γέρνουν με φως.


το στεφάνι Μαγιού
γίνηκε χάρτινο το σπίτι
ξεράθηκε


μένω ακόμη εδώ
κάτω από τα νύχια
στις γωνιές που δεν γέρνουν με φως


φως σέρνουν μόνο τα φιλμ
καίγονται


υπάρχουν και άδεια ποτήρια
ρίχνουν μέσα σε αυτά οι άνθρωποι τις μασέλες
για να κοιμηθούν
καμιά φορά ρίχνουν και τις γλώσσες
τότε ονειρεύονται


το στεφάνι Μαγιού
χάρτινο ή ξερό
τίποτα πιο αληθινό
απ' ότι αυτό

Σάββατο 1 Μαΐου 2010

κάθε τίμημα.


Εκείνος που χάνει
κρατάει κάθε τίμημα της ήττας του.


Η πόρτα στο τέλος του διακόσμου ανοίγει...

Ό,τι στατικό μεταβάλλεται.


Εκείνος που ερωτεύεται
αφιόνι ρίχνει σε κάθε πληγή του.

Η βροχή είναι αναγκαία,
άνευ γοήτρου...

Σάββατο 10 Απριλίου 2010

στερνή μου ανάσα.

''Εκεί που δεν υπάρχει χώρος.''

μου είπε.

στερνή μου ανάσα...

Σάββατο 3 Απριλίου 2010

φριχτή αηδιαστική μάζα.

Είναι ότι έχει χρώμα
και γελιέσαι.

Σαν φτηνή παροιμία.

Είναι που χαμογελά
και ξεγελιέσαι.

Πάντα είχε άνθη
και ήταν αγκάθια.
Ακόμα και τα αισθήματα
και οι λέξεις...

Μία φριχτή αηδιαστική μάζα...




Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

ότι μας πόνεσε.

Μα είδες;
Είδες που ότι μας πόνεσε τελικά δεν ήταν για τα μέτρα μας;

Δεν χρωστά η αγάπη τίποτα.
Τίποτα για όσα έδωσες, τίποτα για όσα πήρες.
Τίποτα για όσα έδωσα, τίποτα για όσα πήρα.
Αυτή είναι η αγάπη των τρομαγμένων.

Σαν κι εκείνες τις κουβέντες:

''Φάε να μεγαλώσεις.''

Δεν γίνεται έτσι η αγάπη.
Η αγάπη του ανταλλάγματος, της ανάγκης
είναι η βορά τον θηρίων.

Μα είδες;
Είδες που ότι μας πόνεσε τελικά μας έζησε;

Παρατήρησες ποτέ κανέναν να σηκώνετε από ευτυχία και να αγαπά;
Να ιχνηλατεί;

Με πόνο γίνεται κι η αγάπη, κι η κάθε τέχνη.
Ότι μας πόνεσε, είναι αυτό που θα πέταγα τελευταίο.

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

το βράδυ έσβησε.

Με λόγια που ήταν φόβος έλεγε:

''Ξέρω το μυστικό της κάθε σάρκας, αρκεί να απαρνηθείς το γίγνεσθαι.''

Κάθε πρωινό γυρνούσε ετερόφωτος και το βράδυ έσβησε.

Τρίτη 2 Μαρτίου 2010

ότι φυλλοβόλο.


Άνοιξη σημαίνει να αφήνεις
τα παραθυρόφυλλα από βραδύς ανοιχτά.
να βγαίνεις στο μπαλκόνι χωρίς παλτό.
να μπορείς να πίνεις κρύο τον καφέ.
να βλέπεις ότι φυλλοβόλο να ανθίζει.

Τα παιδιά να βγάζουν στο φως τα γόνατα.
Οι γυναίκες να φοράνε αέρινα φουστάνια
και οι άντρες ανοιχτόχρωμα πουκάμισα.

Άνοιξη σημαίνει πως οι γάτες
δεν κοιμούνται πια στα πόδια σου.
πως νωρίς ξημερώνει και αργά νυχτώνει.
πως το βάζο στο σαλόνι είναι γεμάτο.

Και μία μνήμη
που κανένα νερό λήθης δεν μπορεί να σβήσει.
Ένα τασάκι που καπνίζει.
Ζαρωμένες οι στάχτες
από αφηρημάδα.

Και αδιόρθωτος
με τα ίδια πάνινα παπούτσια...

...ψάχνεις μονάχα με το μάτι σου χελιδόνι,
τον Μάρτη σου να αφήσεις στα χέρια των δέντρων.

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

παρυφή χρώματος.

Ανομβρία
Λίγο χρόνο απ' το χρόνο
Κάτι
από τα λάθη

Από γωνία σε γωνία
Κάθε πιθαμή νου
Που δεν σου ανήκει
Που αντιστέκεται

Κάτι
που αναπνέει βαριά
Δανεικά

Λίγο
χρόνο από το χρόνο
που δεν εγγράφεται

Κάθε παρυφή χρώματος
και οι τοίχοι μας θα πέφταν


Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

σε ένα στενό μαγαζί.

Θα φορέσεις ζεστά ρούχα.
Ρίξε βιαστικά τα τσιγάρα, τα σπίρτα και τα κλειδιά στη τσέπη.
Δεν θες να μείνεις μέσα τέτοιο βράδυ.
Έξω μόλις ξεκίνησε να βρέχει.
Δεν φταίει η βροχή.

Μουσκεύουν τα γόνατα.
Ψάχνεις να βρεις που θα πας.
Περνάς από τα γνωστά. Δεν μπαίνεις.
Περπατάς ξανά κάτω από την ομπρέλα.

θα αρκεσθείς τελικά σε ένα στενό μαγαζί.
Δεν μπορείς να δεις αν έχει κόσμο μέσα.

Μπαίνεις.
Πάντα όταν μπαίνεις σε κοιτά ο κόσμος.
Συνήθως αδιάφορα και συνεχίζουν να μιλάνε ή να πίνουν.

Αφήνεις την ομπρέλα μαζί με τις άλλες.
Βγάζεις το παλτό, τα γάντια και τέλος το κασκόλ.
Ύστερα τα τσιγάρα και τα σπίρτα.
Πάντα αυτό συμβαίνει.
Με την ίδια σειρά γίνονται όλα και ανάστροφα.

Κάθεσαι.
Έχεις λίγο χρόνο να αποφασίσεις τι θα πιεις.
Παρόλα αυτά δεν το σκέφτεσαι.
Όταν θα έρθει εκείνη η ώρα να παραγγείλεις, θα πιεις
κάτι από τα συνηθισμένα.

Ούζο με παγωμένο νερό.
Χωρίς πάγο.
Ύστερα ανάβεις το πρώτο τσιγάρο,
φτάνει το ποτό σε ψηλό ποτήρι.

Ακουμπάς με τους αγκώνες στο μπαρ.
Πίνεις τη πρώτη γουλιά.
Αρχίζεις να παρατηρείς.

Κοιτάς πρώτα διακριτικά τους ανθρώπους.
Δύο γυναίκες γύρο στα πενήντα μιλάνε ακατάπαυστα και γελάνε.
Ένα ζευγάρι δεν έχει πρόσωπα, έχει διαλέξει το πιο σκοτεινό σημείο του μπαρ.
Ένας άντρας γύρο στα πενήντα πέντε με γκρίζα μακρυά μαλλιά,
με γυμνό το κέντρο του κεφαλιού του από τα χρόνια, πίνει από χαμηλό ποτήρι.
Περιστρέφει το ποτήρι μέσα στη παλάμη του, καθώς έχει κλειστά τα μάτια στη μουσική.

Μετά σου αρκούν τα κάδρα στους τοίχους.
Μια απέραντη έρημος κίτρινη καλύπτει τα τούβλα.
Δεν εκτυλίσσεται.
Εύκολα περιγράφεται.
Μετά τα άλογα πιο ψηλά.
Το λευκό διάλεξες να θαυμάσεις.
Είναι έτοιμο να ξεκαρφωθεί.
Να πάρει υπόσταση και χώρο.
Να γίνει από άμμο και να σκορπίσει στα σανίδια.

Όταν θα εξαντλήσεις κάθε περιθώριο εικόνας, θα έρθει η σειρά του ήχου.
Πασχίζεις να απομονώσεις πότε τα πνευστά και πότε τα έγχορδα
Μαντεύεις αν είναι τρομπέτα ή σαξόφωνο αυτό που ακούγεται.
Φαντάζεσαι κάποιον έγχρωμο με φουσκωμένα μάγουλα και πελώρια μάτια.

Μετά σκέφτεσαι τα δικά σου.
Μειδιάς βλέποντας κάποιον που σου θυμίζει κάποιον δικό σου.
Προσπαθείς να σκεφτείς που μπορεί να είναι τώρα,
ή πως είναι ή έστω κάποιο χαρακτηριστικό της κίνησής του.

Κοιτάς τους ανθρώπους που ανεβάζουν το ποτήρι
στο στόμα κρατατώντας το τσιγάρο.
Σαν να μιμούνται κάποιον ήρωα ταινίας με θλίψη.

Σε διακόπτει μια στιγμή μονάχα η σερβιτόρα για να αλλάξει τασάκι.
''Φέρε μου άλλο ένα'' , χαμογελάς.

Μέσα στη βροχή περνάνε μεταμφιεσμένοι.
Με κόκκινες φανταχτερές περούκες και κακοπρόσωπες μάσκες.
Περνούν βιαστικά.
Τίποτα δεν σταματά αυτή την παρέλαση;

Θα μπουν κι άλλοι στο πλαίσιο.
Φορούν παλτό και έχουν πρόσωπα βρεγμένα.
Περνώντας θα σε σκουντίσουν και θα τους κοιτάξεις αντιπαθητικά
Προσπαθείς να μην πέφτεις πάνω σε άλλους.
Και ζητάς από τους άλλους αυτό.

Βλέπεις τις λέξεις που είναι γραμμένες στους τοίχους.
Τόσες λέξεις γραμμένες σε τοίχους κτιρίων...

Είναι τόσο αστείοι οι βρεγμένοι περαστικοί.
Άλλοι μιλάνε και δεν τους ακούς, βλέπεις μόνο τα χέρια τους
και την εκφραστικότητα των προσώπων τους.
Άλλοι δεν μιλάνε καθόλου, απλά περνούν.
Άλλοι στέκουν υπομονετικά σε κάποιο σημείο συνάντησης.
Στέκουν, αλλά δεν παύουν να είναι περαστικοί.
Πίσω από το γυαλί σε μια άλλη ακοή είναι αλλιώτικοι.

Πληρώνεις πάντα στο χέρι.
Πρώτα το κασκόλ, τα γάντια, το παλτό.
Τη μαύρη ομπρέλα.

Η βουή του δρόμου.
Πάντα ακούγεται περίεργα μετά την έξοδο.
Δεν είναι σα φτερούγισμα ο ήχος της ομπρέλας;

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

Ένα ξύλινο βιολί.

Ένα ξύλινο βιολί
θα μου αρκούσε.

Ο χαρταετός θα είχε κομμένη ουρά.
θα πετούσε, θα χανόταν.
Κυκλικά καταρρέουν οι ματιές.

Παγωμένα πρόσωπα.
Τρομάζουν οι μνήμες άραγε;

Σκέψη σταματά.
Σε λιακάδες και θάλασσες.
Σταματά και η μοναξιά.

...θα πετούσε, θα χανόταν.


Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2010

σε λιμνάζοντα ύδατα.

Εκείνος ο πορφυρένιος χρόνος,
γνέφει σχεδόν όμορφα.
Τα ραδιόφωνα της νύχτας,
πλάι σε εκείνο το μεγάφωνο της σιωπής.
Κρατάς εκείνο το σβησμένο τόνο.
Ένας κόσμος πλέει σχεδόν μικροσκοπικός
σε λιμνάζοντα ύδατα.
Πανέμορφα σύννεφα νύχτας.
Εκείνος ο πορφυρένιος χρόνος
με λάσπη κοιμάται, στο περιθώριο.