Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2008

Είχα φορέσει ήδη το παλτό. Έριξα τα τσιγάρα, τον αναπτήρα και το σουγιά στην τσέπη του σακακιού και τράβηξα το φερμουάρ της.
Η μικρή κούτα ήταν κλειστή και το περιεχόμενό της ασάλευτο δίπλα από το έπιπλο του σαλονιού.
Την πήρα στα χέρια μου και την ακούμπαγα στο στέρνο μου.
Κατέβηκα τις σκάλες τρέχοντας. Έφτασα στην αυλή.
Άναψες τα φώτα από το μηχανάκι. Έβαλες την κούτα στα πόδια σου.
Ανέβηκα.

Ο λιθόστρωτος δρόμος κάτω από το σπίτι μου ήταν έρημος. Ο σκύλος του γείτονα κοιμόταν. Οι λάμπες της ΔΕΗ δεν είχαν ανάψει. Είχε νυχτώσει για τα καλά.
Τέτοια ερημιά που πριν ανάψει το μηχανάκι άκουγα τα κύματα.

Ο θόρυβος της μηχανής που αγκομαχούσε να ανέβει την βαριά ανηφόρα και ύστερα η εξάτμιση έσπαγαν την σιωπή.
Δεν μιλούσαμε. Έβλεπα που κρύωναν τα χέρια της. Κοίταξα στα πεύκα, τα φώτα από το εσωτερικό των σπιτιών, τους πνιγμένους από την νύχτα χώρους. Πότε-πότε κοίταζα ολόισα μπροστά και χάζευα το φως που τρανταζόταν από τον άγριο δρόμο.




Ο αέρας που φύσαγε ήταν παγωμένος, χειμωνιάτικος τώρα πια.
Κρύωνε το πρόσωπό μου.
Ταξίδευε πίσω στον βρομερό αέρα της εξάτμισης τα δάκρυα μου.
Φτάσαμε.
Οι πράσινοι κάδοι, η σαπίλα, οι λερωμένες γάτες τα ογκώδη σκουπίδια που δεν μαζεύτηκαν ποτέ…
Σταμάτησες. Έσβησες το μηχανάκι. Κατέβηκα. Κατέβηκες.
Σου άρπαξα την κούτα. Την ακούμπησα δίπλα στον κάδο.
Έβγαλα τον σουγιά και έσκισα την ταινία που την κρατούσε κλειστή.

Έβαλα το χέρι στην τσέπη μου.
-Δεν ξέρω αν με κοίταξες τότε.- ακούμπησα το τσιγάρο στα χείλη μου και το άναψα.
Με κοίταξες θλιμμένα. Εγώ τόσο θολά καθώς ανέβαινα στο μηχανάκι.
Χωρίς την κούτα στα πόδια σου.
Κινήσαμε πάλι πίσω.
Άργησες να ανάψεις το μηχανάκι, ήταν μεγάλος ο κατήφορος.
Και δεν κοίταξα πίσω.

2 σχόλια:

Chara είπε...

πολυ συγκινητικη ιστορια κ ακομη πιο συγκινητικη εκεινη η βραδια..

Γιώργος Π. είπε...

Δεν μπορώ να ξεχάσω.